- διαπύλιον
- διαπύλιον, το (Α)στον πληθ. «διαπύλια τέλη» — τέλη που εισπράττονται από δήμο ή κοινότητα για εισερχόμενα ή εξερχόμενα εμπορεύματα ή φορτία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαπύλιον — gate toll neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)